Βία των ανηλίκων: Το κοινωνικό αποτύπωμα της δύναμης και της εξουσίας  

Στις δύο υπέροχες, έφηβες αδελφές μου, Σταυρούλα και Μαρία

 

 

Τις τελευταίες ημέρες την ειδησεογραφία μονοπωλεί η τραγωδία στον Λίβανο, και φυσικά οι ελληνικές εσωκομματικές εξελίξεις. Ταυτόχρονα, όμως, ο φακός στρέφεται στα συνεχόμενα, σοβαρά περιστατικά βίας μεταξύ των ανηλίκων που πληθαίνουν σε όλη την Ελλάδα. Η σκληρή βία και οι συγκρούσεις τόσο στα σχολικά προαύλια, όσο και στις γειτονιές, ως ‘’ξεκαθαρίσματα λογαριασμών’’, επανέρχονται και ξανά συστήνονται ως θλιβερή κανονικότητα.

Αποσαφηνίζοντας το φαινόμενο

Οπωσδήποτε η έξαρση των βίαιων επεισοδίων δεν μπορεί να ερμηνευτεί έξω από τον ευρύ κλοιό των κοινωνικών προβλημάτων. Η κοινωνία στο σύνολό της, η οικογένεια, το σχολείο, οι πολυεπίπεδες κρίσεις (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική), το διαδίκτυο, η κακή του χρήση και ο εθισμός σε αυτό, αποτελούν πολλαπλές μορφές βαναυσότητας, που συντελούν στην έξαρση τέτοιων βίαιων επεισοδίων.

Θα ήταν ανόητο να μην υποστηριχθεί ότι οι εικόνες, που κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στα συχνά αχαρτογράφητα νερά του διαδικτύου, αποτελούν παράγοντες που εξοικειώνουν ένα παιδί και στην πορεία έναν έφηβο, με τη βία, την κάνουν δική τους, την θεωρούν αυτονόητη και την αναπαράγουν άκριτα, χωρίς να γνωρίζουν τι σημαίνει ή τι αποτελέσματα δύναται αυτή να επιφέρει.

Θα ήταν ανόητο να μην υποστηριχθεί ότι πιθανότατα, ένας έφηβος αναπαράγει εικόνες που του είναι οικείες στο πλησίον περιβάλλον του, ή να λογίζει κάποιες δράσεις ως αυτονόητες, όπως έναν έντονο καυγά, ένα ‘’μαλλιοπιάσιμο’’, μια σειρά υβριστικών φρασεολογιών, ένα ή περισσότερα χαστούκια…

Θα ήταν, ακόμη, ανόητο, να μην υποστηριχθεί ότι ίσως, η κακοποιητική συμπεριφορά δεν προέρχεται, τελικά, παρά από ένα ειρηνικό φαινομενικά σπίτι, στο οποίο, ωστόσο, το παιδί/έφηβος, δεν συναντά καμία επαφή, ή το σπίτι δεν συναντά καμία επαφή με τα όσα συμβαίνουν στον ψυχισμό του εφήβου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να εκτονώνεται σε συνομήλικους ή μικρότερους, καθιστώντας τους θύματα.

Θα ήταν, τέλος, ανόητο να υποστηριχθεί ότι οι προηγούμενες γενιές, αυτές των δικών μας γονιών και οι προγενέστερες αυτών, έλαβαν μια ανατροφή στερημένης της βίας και της κακοποίησης. Εξάλλου, κρίνεται απαραίτητο να τονίζεται τακτικά, ότι η κακοποίηση δεν οριοθετείται στενά από το «καθαρό ξύλο», αλλά κρύβεται και σε περιβάλλοντα όπου οι ανάγκες δεν εισακούγονται, δεν αγκαλιάζονται, αντ’ αυτού περιφρονούνται.

Στη σειρά για την επόμενη γενιά παιδιών, αυτή η έλλειψη αυτοεκτίμησης κληροδοτείται αβίαστα: ίσως με φωνές, ίσως πάλι με ξύλο και περιφρόνηση, με μεθόδους δοκιμασμένες πάνω σου.

Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι οι συνέπειες στην εποχή μας, εξαιτίας των αυξημένων ερεθισμάτων, έχουν τη δυναμική να γίνονται ακόμη πιο… εγκληματικές. Στην πιο απλουστευτική της μορφή, η σκέψη μου συνοψίζεται στο ότι παλαιότερα, μια ‘’κακή’’ ανατροφή, τηρουμένων των εξαιρέσεων, θα οδηγούσε σε καταπιεσμένους ανθρώπους. Σήμερα αυτό οδηγεί σε καταπιεσμένους ανθρώπους, που πλακώνουν στο ξύλο κάποιους άλλους, που το βιντεοσκοπούν… που… που… που…

 

Ο παράγοντας της δύναμης, της εξουσίας και της επιβολής  

Στο σημείο αυτό, κρίνω πως έχει περισσότερο νόημα να μιλήσουμε με όρους κυνικής αποστασιοποίησης και συναισθηματικού αναλφαβητισμού: το κατεξοχήν χαρακτηριστικό των περιστατικών άγριας βιαιότητας είναι ο ατομοκεντρισμός.

Βιώνουμε μια εποχή που διακρίνεται από ρευστούς δεσμούς και ένα σαθρό αξιακό σύστημα, το οποίο προάγει την κουλτούρα του κενού και απαξιώνει κάθε έννοια αλληλεγγύης και νοιαξίματος για τον άλλον. Η αγάπη συνδέεται με την ευαλωτότητα και η ιδέα ότι η ωραία ζωή ανήκει σε αυτόν που μπορεί να είναι δυνατός και πλούσιος, ικανός να προκαλεί φόβο, και άρα σεβασμό (;) ριζώνει στις εύπλαστες συνειδήσεις.

Και πώς να μην ριζώνει; Τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα του βαθύτατου θεσμικού εκφυλισμού, με προεξέχων τον παραδειγματικό εκφυλισμό της δημοκρατίας, επιβεβαιώνουν αυτή την ιδέα. Ο ψυχισμός ενός εφήβου εξοικειώνεται με την κανονικοποίηση της βίας, καθώς καθημερινά γίνεται μάρτυρας την ατιμωρησίας της: οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους και δεν εφαρμόζονται ισότιμα, η ανομία μετατρέπεται σε επίδειξη δύναμης, σε ένα προνόμιο κυρίως των ισχυρών.

Βία: όχι ταξικά χαρακτηριστικά

Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η βία, και εν προκειμένω, η βία μεταξύ ανηλίκων, εκλείπει ταξικών γνωρισμάτων. Οι βίαιες και εγκληματικές συμπεριφορές δεν συναντώνται μόνο σε υποβαθμισμένες περιοχές, αλλά απλώνονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ακόμη και μεταξύ των «αρίστων».

Κι αυτό γιατί, η κυριότερη ρίζα τέτοιων συμπεριφορών βρίσκεται στην αντίληψη που θέλει τον «ισχυρό να επιβιώνει». Αυτές οι συμπεριφορές διαμορφώνονται στη βάση της δύναμης, της εξουσίας και της επιβολής.

Είναι λάθος να νομίζουμε ότι η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν πανάκεια για όλα τα κοινωνικά προβλήματα που μαστίζουν και οι εκπαιδευτικοί ωσάν «αποδιοπομπαίοι τράγοι» να επωμίζονται τα αδιέξοδα ενός τρωτού συστήματος.

Όλο αυτό πρέπει να το επαναπροσδιορίσουμε με όρους κοινότητας. Ως αίτημα των καιρών διαφαίνεται ένα διατομεακό και πολυεπίπεδο πλαίσιο στήριξης. Να υπάρχει χώρος διαλόγου και έκφρασης, πρωτίστως ψυχικός, αλλά και κοινωνικός, όπου άνθρωποι από διαφορετικούς κλάδους θα συνεργάζονται για να διαμορφώσουν ένα ασφαλές και προστατευτικό περιβάλλον για κάθε παιδί και έφηβο.

Να επανεισάγουμε τα κοινωνικά συναισθήματα, να ενδυναμώσουμε αυτό που λέμε «ενσυναίσθηση» ως αντίβαρο της αποθέωσης της δύναμης και της επιβολής.

Μοιράσου το:

Λεωνόρα Χριστοφοράκη

Λεωνόρα Χριστοφοράκη

Γεννημένη το 2001 και απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ. Επικοινωνιακή, τουλάχιστον έτσι με χαρακτηρίζουν, θεωρώ τον λόγο κατεξοχήν όπλο συνεννόησης και γεφύρωσης χασμάτων. Μου αρέσει να ανακαλύπτω συνεχώς νέες πτυχές του εαυτού μου, γι’ αυτό αντιμετωπίζω την αρθρογραφία αφενός ως πρόκληση να επικοινωνήσω σκέψεις και απόψεις, αφετέρου, ως πρόσκληση των αναγνωστών για αφύπνιση, προβληματισμό και παρακίνηση.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα