Το πρωινό εκείνο του Ιουλίου ξημέρωσα στην Αμοργό. Καθώς έκανα λοιπόν, βόλτα στον Όρμο της Αιγιάλης, παρατήρησα έναν Θιβετιανό μοναχό να κάθεται με έναν Άγγλο δημοσιογράφο στην αυλή μιας εκκλησίας και να συζητούν για την επίσκεψή τους στη Μονή της Παναγίας της
Χοζοβιώτισσας. Τότε, μου ήρθε η ιδέα να γράψω για αυτήν.
Ήταν η δεύτερη φορά που ανέβαινα τα διακόσια εβδομήντα ένα αυτά σκαλιά και που γινόμουν μάρτυρας της ασύλληπτης αυτής θέας. Ένα
απέραντο, ατελείωτο γαλάζιο. Τίποτα στον ορίζοντα, ούτε ιδέα σχηματισμένων βουνών να δίνει την ελπίδα της συνέχειας. Ο επισκέπτης αντικρίζοντας αυτό το θέαμα αποκτά την αίσθηση ότι βρίσκεται στην άκρη του κόσμου.
Σε υψόμετρο 300 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε μια απόκρημνη μεριά του νησιού
βρίσκεται λοιπόν το Μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά μνημεία και στολίδια των Κυκλάδων, που κάθε χρόνο προσελκύει τουρίστες από κάθε μεριά του πλανήτη. Πήρε το όνομά της μετά από παραφθορά των «Χοζιβίτισσα» ή «Κοζιβίτισσα» από το
τοπωνύμιο Χοζιβά ή Κοζιβά ή Χόζοβο ή Χόζοβα, σημερινό Wadi Qilt στην Ιεριχώ, όπως
πληροφορήθηκα.
Η χρονολόγηση της Μονής ταυτίζεται με την άφιξη της εικόνας στο νησί και συγκεκριμένα στον ορμίσκο της Αγίας Άννας κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, του διωγμού δηλαδή που υφίσταντο εκείνη τη περίοδο οι εικονολάτρες. Οι παραδόσεις γύρω από την άφιξη της εικόνας και την ανέγερση της Μονής ποικίλλουν με μια να αναφέρει ότι αρχικό σχέδιο ήταν η Μονή να χτιστεί σε υψόμετρο 260 μέτρων. Ωστόσο, λόγω του απότομου βραχώδους εδάφους, οι εργασίες καταστρέφονταν τη νύχτα με αποτέλεσμα ο αρχιμάστορας να παρακαλέσει την Παναγία να του στείλει ένα σημάδι. Έτσι και του έστειλε.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η Παναγία υπέδειξε σε βοσκούς, που βρήκαν την εικόνα,
να κτίσουν το οικοδόμημα σε σημείο, που αυτή η σιδερένια σμίλη του αρχιμάστορα είχε
τοποθετηθεί• δηλαδή ανάμεσα σε αυτούς τους επικίνδυνους βράχους, στα 300 πια μέτρα, εκεί
όπου δέσποζε μέχρι το 1952 το καμπαναριό, προτού το νησί υποστεί καταστροφές από τον
σεισμό.
Η Μονή επί αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, ανακατασκευάστηκε, ενώ η είσοδος άλλαξε
πιθανόν στα χρόνια της Ενετοκρατίας, με την παλιά – μια ξύλινη κινητή σκάλα – να αντικαθίσταται από την τωρινή είσοδο. Αν και για τον επισκέπτη το Μοναστήρι ταυτίζεται με το καθολικό και το μικρό καμπαναριό, το συγκρότημα περιλαμβάνει και άλλους χώρους, μοιρασμένους στους οχτώ ορόφους (συνολικά 40 μ. ύψους), που παλιότερα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των μοναχών, όπως μαγειρεία, φούρνους, αποθήκες, πατητήρια.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τη Μονή ξεχωριστή; Σίγουρα η εντυπωσιακή πανοραμική θέα και η ιδιαίτερη τοποθεσία είναι κάτι που προκαλεί όλο αυτό το ενδιαφέρον. Αυτό που εμένα όμως μου προξένησε την περιέργεια, ήταν γιατί όλος αυτός ο κόσμος από όλα τα μέρη της γης έρχεται να επισκεφτεί τη Μονή. Καθώς λοιπόν, καθόμουν σε ένα από τα καθίσματα και συζητούσα με μια οικογένεια από τη Νότια Κορέα, μου είπαν το εξής: “η ελληνική κουλτούρα έχει μια διαφορετική προσέγγιση, προσφέρει μια εξήγηση για κάθε πράξη και ενέργεια η οποία συνδέεται άμεσα με το στοιχείο της πνευματικότητας.”
“Έχει τη δύναμη να παντρεύει άγρια και βίαια στοιχεία, όπως αυτή τη βραχώδη τοποθεσία και αυτήν την πολυτάραχη ιστορία με τη θρησκευτική ηρεμία και τη γαλήνη. Παντρεύει ακριβώς τα πανηγύρια με το πένθος, τις γιορτές με τις απώλειες. Τη χαρά και τον ενθουσιασμό με το μέτρο και την ισορροπία.”
Και όσο ασαφές και ουτοπικό αν μου φάνηκε αυτό, το αναγνώρισα όπως αναγνώρισα και την απόκλιση με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, με τις εισηγμένες ιδέες και
πρακτικές, που τόσο έχουν μπερδέψει και αποπροσανατολίσει τον Έλληνα, στη προσπάθειά του να ταυτιστεί με τα παγκόσμια πρότυπα και να ενσωματωθεί στη διεθνή κοινότητα.
Ίσως, λοιπόν, χρειαζόμαστε πάλι ένα πάντρεμα της σύγχρονης αισθητικής και της ελληνικής νοοτροπίας, η οποία ωστόσο δεν θα ξεχνά το Βυζάντιο όπως τείνει να κάνει, αλλά θα δέχεται όλες τις ιστορίες, «καλές» και άσχημες, σε έναν αγώνα επούλωσης των τραυμάτων της και διδασκαλίας από αυτά, για να πετύχει μια σχετική αναβίωση των κεκτημένων, θεμελίων της ελληνικής «ιθαγένειας».
Η σύγχρονη ελληνική κουλτούρα είναι, κατά κόρον, ανθρωποκεντρική και πιο ελεύθερη από ποτέ- και από όσο θα μπορούσε να είναι. Στοχεύει σε μια κοινωνία απεγκλωβισμένη και απελευθερωμένη από τυχόν δεσμά που θυμίζουν «μεσαίωνα» και προσπαθεί -και το τονίζω αυτό- να απαλύνει τις πληγές των αιχμηρών ιδεολογικών κανόνων του παρελθόντος, που έθεσαν τα ανεπτυγμένα κράτη στην απόπειρά τους να εκσυγχρονίσουν τη νεότερη Ελλάδα, εκμεταλλευόμενα τα αγαθά της και εξυπηρετώντας τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα.
Ίσως αυτόν, λοιπόν, τον χαρακτήρα θαύμασαν οι επισκέπτες στην ανάγκη τους για προσωπική
αναγέννηση και ανανέωση. Στην αναζήτηση για ελευθερία από ό,τι τους κρατά στην ανία και σε
πνευματικό τέλμα, βρέθηκαν σε αυτόν τον τόπο.
Γιατί εκείνη τη στιγμή, πάνω στα βράχια και με θέα το κενό, μόνο ελεύθερος μπορεί να νιώσει
κάποιος, αδάμαστος, απελευθερωμένος από τα δεσμά του παγκόσμιου, δυτικού πολιτισμού.
Αντιλαμβάνεται ότι είναι ελεύθερος, γιατί ο ίδιος είναι η ελευθερία. Είναι καταδικασμένος να είναι
ελεύθερος, γιατί μόνο ο ίδιος μπορεί να θέσει περιορισμούς στον εαυτό του, στον Άλλο. Και θα το κάνει. Θα τοποθετήσει όρια, γιατί ακριβώς είναι ο ίδιος υπεύθυνος για όλα όσα κάνει. Αλλά όχι εκείνη τη στιγμή, όχι σε εκείνο το μέρος.
Αυτός, λοιπόν, και η συνείδησή του• solus ipse. Και ακόμα και το ασυνείδητο θαρρώ πως νιώθει
αυτήν την ελευθερία, που για πολλούς μεταφράζεται και ως υπέρβαση προς το ύψιστο, το ανθρωπινότερο.
*Γράφει ο Στέφανος Παπανικολάου