Εύη Γκοτζαρίδη: «Το “Ζ” ήταν η στιγμή της ενηλικίωσης μου και η απαρχή αναζήτησης της ελληνικής μου ταυτότητας»

Εύη Γκοτζαρίδη

«Καμιά ιστορική φυσιογνωμία δεν είναι αλάνθαστη ή απόλυτα συνεπής στη ζωή της. O καθένας μας είναι συνεχώς υπό κατασκευή και σε συνεχόμενη εξέλιξη θα μπορούσαμε να πούμε και αυτό ισχύει και στην περίπτωση αυτών των πολιτικών προσωπικοτήτων που άφησαν πίσω τους μια αξιόλογη ηθική και πολιτική κληρονομιά».

Το 2023 αποκλήθηκε από πολλούς «έτος Λαμπράκη» όχι άδικα, αφού συμπληρώνονται 60 χρόνια από τη δολοφονία του πολιτικού-συμβόλου Γρηγόρη Λαμπράκη, γεγονός που καθόρισε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, ανέδειξε τη δράση του παρακράτους, προμηνύοντας μάλιστα την επταετία της δικτατορίας, και εκκίνησε μία από τις πιο πολύκροτες δίκες που διεξήχθησαν ποτέ στη χώρα μας. Ανακριτικά καθήκοντα στην εν λόγω δίκη, ανέλαβε με περίσσιο θάρρος και παρά τις έντονες πολιτικές πιέσεις που δέχθηκε, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, μετέπειτα πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 1985-1990.

Η συγκυρία το 2023 να είναι «έτος Λαμπράκη» συμπληρώθηκε δυστυχώς από τον θάνατο του Βασίλη Βασιλικού, καταξιωμένου και πολυμεταφρασμένου συγγραφέα του «Ζ», του μυθιστορήματος που αποτύπωσε αριστοτεχνικά το προσκήνιο της δολοφονίας-δίκης Λαμπράκη και μεταφέρθηκε με εξίσου μεγάλη επιτυχία το 1969 στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά.

Είναι χαρά μας που το τελευταίο Πρόσωπο της χρονιάς είναι Εύη Γκοτζαρίδη, ιστορικός, συγγραφέας και καθηγήτρια βρετανικής ιστορίας και πολιτικής στο Université Polytechnique Hauts-de-France στο Βαλανσιέν της Γαλλίας.  Αναζητήσαμε την κ. Γκοτζαρίδη, συγγραφέα της βιογραφίας, «Η Ζωή και ο Θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη», προκειμένου να ρίξουμε φως σε σκοτεινές περιόδους της νεότερης ιστορίας, οι οποίες μαρτυρούν το συλλογικό τραύμα της εποχής, καθώς και την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της ακόμα και 60 χρόνια μετά.

– Κ. Γκοτζαρίδη, τι σας γοήτευσε στον Γρηγόρη Λαμπράκη περισσότερο από όλα;

– Η πορεία του Λαμπράκη διαφέρει από τις άλλες προσωπικότητες γιατί ήταν γιατρός προτού γίνει πολιτικός, και αυτή η ιδιότητά του έδινε στις πράξεις του, θα έλεγα, μια ξεχωριστή σπουδαιότητα, μια αίσθηση επείγοντος που αντιλήφθηκα έντονα ως βιογράφο του. Ως ακτιβιστής γιατρός, πίστευε ακράδαντα ότι όσο επικρατούσε η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών ή όσο συνεχίζονταν οι δοκιμές πυρηνικών όπλων κάτω από το νερό ή στην ατμόσφαιρα, η ανθρωπότητα θα κινδύνευε να αυτοκαταστραφεί.

Ο Λαμπράκης ήταν πάνω απ’ όλα ένας ιπποκρατικός γιατρός με έμφυτη επιθυμία να βοηθήσει τους συνανθρώπους του, ειδικά τους πιο ευάλωτους. Ως γιατρός είχε επίσης μια ενστικτώδη κατανόηση αυτού του κοινού πεπρωμένου, γι’ αυτό και πάσχισε με όλες τις δυνάμεις του να προστατεύσει και να διασφαλίσει το μέλλον αυτής της ανθρώπινης αλυσίδας. Κατανοούσε βαθιά ότι όσο πιο δυνατός είναι ο κάθε ξεχωριστός κρίκος, δηλαδή όσο πιο προσφέρων και συνειδητοποιημένος είναι ο καθένας μας, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι δυνατότητες επιβίωσης, προόδου και ευτυχίας της ανθρωπότητας.

Για να το πω διαφορετικά, για τον γιατρό Λαμπράκη, που είδε την πείνα, την αρρώστια, και την εξαθλίωση των συμπατριωτών του στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και τις ζοφερές συνέπειες του πυρηνικού ολοκαυτώματος στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η ανθρώπινη ζωή ήταν περισσότερο από ποτέ ιερή και εύθραυστη.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε τον Λαμπράκη με μία λέξη;

– Ο Λαμπράκης ήταν ένας οραματιστής. Όπως άλλοι σύγχρονοι νέοι πολιτικοί ηγέτες, π.χ. ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι ή ακόμη περισσότερο ο αδελφός του, ο Ρόμπερτ, ο οποίος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να εξαρθρώσει την ιταλική μαφία και τις υπόγειες διασυνδέσεις της με όργανα της αμερικάνικης εξουσίας.

Oραματιζόταν μια πιο διαφανή άσκηση της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή μια εξουσία η οποία θα δεσμεύοταν επιτέλους να λογοδοτήσει στον λαό για τις πράξεις της, και όπου οι πολιτικοί θα έθεταν έμπρακτα τον εαυτό τους στην υπηρεσία της υπεράσπισης των πανανθρώπινων αξιών. Και οι τρεις άντρες στη σύντομη θητεία τους ήρθαν γρήγορα αντιμέτωποι με την ύπαρξη μιας παρα-εξουσίας με μια εντελώς διαφορετική κοσμοαντίληψη, το κύριο συστατικό της οποίας ήταν φυσικά ένας φανατικός αντικομμουνισμός.

Αυτή η παρα-εξουσία ήλεγχε στενά τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, ώστε να μην πάρουν στροφή αντίθετη με τα πιστεύω της και είναι, με βάση την έρευνα και τα συμπεράσματα ορισμένων ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου, άκρως αμφιλεγόμενο και συζητήσιμο εάν ενδιαφερόταν πραγματικά για τα συμφέροντα της οικουμένης.

– Από το βιβλίο σας, γίνεται σαφές ότι η ζωή του Λαμπράκη κινδύνευε πολύ καιρό πριν τη δολοφονία του, με συγκλονιστικότερο την επιστολή που του έστειλε η αδελφή του, Μαριγώ. Τι ήταν αυτό που παρά τις προειδοποιήσεις της ίδιας του της οικογένειας, τον κινούσε να συνεχίσει τον αγώνα του;

– Αυτό που ωθούσε τον Λαμπράκη ώστε να συνεχίζει τον αγώνα του, παρά τις επίμονες απειλές που δεχόταν, ήταν η έντονη αίσθηση της ευθύνης, δηλαδή η ευθύνη του να κληροδοτήσει στις νέες γενιές μια πιο δίκαια και ισότιμη κοινωνία. Μάλιστα η προϋπόθεση γι’ αυτό τον στόχο του ήταν η οικοδόμηση μιας πολιτείας όπου πολιτική και ηθική δεν θα ήταν πλέον αντίθετες έννοιες, ούτε στην πραγματικότητα, ούτε βέβαια στην λαϊκή αντίληψη.

Το βιβλίο της Εύης Γκοτζαρίδη, «Η Ζωή και ο Θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη»

– Γιατί αποφασίσατε να επικεντρώσετε την ιστορική σας έρευνα στο πρόσωπο του Γρηγόρη Λαμπράκη και πώς κατέληξε στο εγχείρημα σας, Η Ζωή και ο Θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη;

– Η περίπτωση του Γρηγόρη Λαμπράκη τράβηξε την προσοχή μου διότι ήταν ένας άνθρωπος που είχε μια πνευματική και συναισθηματική ανοιχτοσύνη – δηλαδή εκδήλωνε μια προθυμία να υποδεχθεί ή να αγκαλιάσει νέες εμπειρίες και να συνομιλήσει με άτομα με διαφορετικές πολιτικές και υπαρξιακές αφετηρίες. Ένα σταθερό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του ήταν το αληθινό του ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό του και κατ’ επέκταση με αυτά που ένωναν τους λαούς αντί να τους χωρίζουν και να τους διχάζουν.

– Κατά τη γνώμη σας, σήμερα υπάρχουν πολιτικοί είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό που λειτουργούν ως παραδείγματα για τον λαό, όπως λειτούργησε ο Λαμπράκης;

Στην εποχή μας, η λέξη «ηγέτης» είναι παρεξηγημένη, εννοώ ότι έχει αποκτήσει αρνητική χροιά διότι συχνά συνδέεται με τερατώδεις προσωπικότητες, όπως ο Χίτλερ που παρέσυρε το σύνολο της ανθρωπότητας στο χείλος του γκρεμού, ή ο Στάλιν που επίσης αποδείχθηκε ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σφαγείς του 20ού αιώνα.

Όμως υπάρχει και μια θετική σημασία του όρου – είναι αυτός που διαθέτει κοινωνική διορατικότητα, που πιάνει ενστικτωδώς τον παλμό ενός λαού, και τον ωθεί προς τη θετική αλλαγή, εμπνέοντάς τον να παραμερίσει το φόβο του και να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Επίσης, ηγέτης είναι αυτός που οραματίζεται ένα διαφορετικό «αύριο» βασισμένο πάνω στην υπεράσπιση των πανανθρώπινων δικαιωμάτων και αξιών. Είναι αυτός του οποίου οι απόψεις δεν συμβαδίζουν με μια επικρατούσα κοσμοθεωρία που συνήθως υπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα ενός συγκεκριμένου πολιτικού κατεστημένου. Ο Λαμπράκης είχε αυτά τα χαρίσματα και δεν υποχώρησε ούτε μπροστά στις απειλές ούτε μπροστά στο φόβο.

Αντιθέτως σήμερα έχουμε αρκετούς πολιτικάντηδες που ποτέ δεν αμφισβητούν τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και που δεν διέπονται από κανένα αίσθημα προσωπικής ευθύνης για τα λόγια ή τις πράξεις τους. Θέλω να σταθώ στα λόγια του κυρίου Μητσοτάκη όταν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, το 2019, είπε πως ο 16χρονος που θα ψήφιζε πρώτη φορά δεν τον ενδιέφερε τί συνέβη το 1963, αναφερόμενος στη δολοφονία του Λαμπράκη. Η εισαγωγή του βιβλίου μου αναπτύσσει πληρέστερα το νόημα και τις προεκτάσεις αυτών που είπε, αλλά έχει σημασία εδώ για τη συζήτησή μας.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποιες είναι οι προτεραιότητες και τι πιστεύουν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο νέοι Έλληνες, αλλά το γεγονός ότι νομίζει πως μπορεί, έχει πολύ ενδιαφέρον και θα έπρεπε να θορυβήσει όλους τους νέους. Στην ουσία αυτή η φαντασμένη του πεποίθηση είναι μόνο ένας έμμεσος τρόπος για να τους επιβάλλει τη δική του γνώμη, το δικό του αξιακό σύστημα. Είναι σαν να τους λέει: «Ποιος σκοτίζεται τώρα για τον Λαμπράκη…», μια άποψη που παραπέμπει στην παλιά άποψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν, ενώ βρισκόταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι, σ’ ένα σημείωμα για την υπόθεση που του κόστισε τη θέση του ως πρωθυπουργός, έγραφε χωρίς περιστροφές ότι ο Λαμπράκης ήταν «ασήμαντος», σχεδόν «ανύπαρκτος» ως «πολιτικός παράγων»!

Και αν εξετάσουμε αυτή την τάση διαχρονικά, θα διαπιστώσουμε ότι οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις των εθνικοφρόνων έσπευσαν να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα – δηλαδή να επιβάλλουν τις δικές τους αξίες και τη δική τους ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας στο σχολείο. Απώτερος σκοπός αυτών των κυβερνήσεων ήταν αναμφίβολα η δαιμονοποίηση του εξωτερικού και εσωτερικού εχθρού και η νομιμοποίηση και εδραίωση της εξουσίας των νικητών του Εμφυλίου, και όχι βέβαια μια πιο νηφάλια, εμπεριστατωμένη και εποικοδομητική προσέγγιση του μαθήματος της ιστορίας. Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η τάση συνεχίζεται και σήμερα…

Πρωτοσέλιδο Αυγής, μετά τη δολοφονία Λαμπράκη στις 27 Μαΐου 1963

– Οι νέοι στην Ελλάδα του σήμερα αγνοούν πολλά σημαντικά γεγονότα. Μεταξύ αυτών και το μεγάλο κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία της χώρας που αφορά τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο γιατί στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ιστορίας φτάνει περίπου πριν την Κατοχή. Πώς δικαιολογείτε αυτήν την έλλειψη του εκπαιδευτικού συστήματος;

– Δεν δικαιολογώ αυτή την έλλειψη του εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε θεωρώ αποδεκτό σήμερα το 2023 να μην διδάσκονται οι νέες γενιές τις πιο σκοτεινές και επώδυνες πτυχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Οι λόγοι των διχασμών και οι μεγάλες συμφορές που έφεραν στον ελληνικό λαό, θα έπρεπε να αποτελούν κεντρικό κεφάλαιο του μαθήματος της ιστορίας σε όλα τα σχολεία της χώρας.

Είναι εντελώς ακατανόητο ότι 80 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου και 60 χρόνια μετά την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, υπάρχουν νέοι Έλληνες που δεν γνωρίζουν ακόμη τι ακριβώς γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου 1940, δεν γνωρίζουν τίποτα για την πολιτική κρίση που οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση των Δεκεμβριανών ή δεν γνωρίζουν το όνομα του Λαμπράκη και πώς φτάσαμε ως κοινωνία στην άγρια δολοφονία ενός αντιπροσώπου του λαού.

Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι θα οικοδομήσουμε στο μέλλον μια πραγματικά καινούργια κοινωνία απαλλαγμένη από επικίνδυνα ιδεολογήματα και ρατσιστικές ιδεοληψίες χωρίς να φέρουμε τη νεολαία αντιμέτωπη μ’ αυτό το βαρύ παρελθόν; Η εξοικείωση με τη συλλογική μας ιστορία είναι στο κάτω-κάτω μια άλλη μορφή ψυχανάλυσης, μια ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε και να κατανοήσουμε σε βάθος τα υποσυνείδητα-αντανακλαστικά μας, δηλαδή γιατί σκεφτόμαστε και αντιδρούμε με τον ψυχαναγκαστικό τρόπο που κάνουμε πολλές φορές, με απώτερο στόχο να απελευθερωθούμε από αυτά, ή τουλάχιστον να πάψουμε να προσεγγίζουμε την αντίθετη γνώμη ως απόλυτη απειλή για την πνευματική, ψυχική ή ακόμη σωματική μας ακεραιότητα.

Με άλλα λόγια, η ιστορική γνώση είναι βασική προϋπόθεση για να αποκτήσουμε ως λαός αυτογνωσία και να εκπαιδεύσουμε σκεπτόμενους πολίτες που δεν θα βασίζονται αποκλειστικά στο κόμμα τους ή στην τηλεόραση για να σχηματίσουνν γνώμη. Πρέπει οι καθηγητές και οι αρμόδιοι να προβληματιστούν περισσότερο και να βρουν ευφυείς, ευαίσθητου και αντικειμενικούς τρόπους να διδάξουν αυτό το παρελθόν. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, αλλά το τίμημα αν δεν το κάνουμε θα είναι υψηλό.

στιγμιότυπο από την παρουσίαση του βιβλίου “Η ζωή και ο Θάνατος του Γρηγόρη Λαμπράκη” στη Θεσσαλονίκη

Πιστεύω ότι αυτή η σοβαρή έλλειψη είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες εξακολουθούν να υποφέρουν από μια υπανάπτυκτη αίσθηση συλλογικότητας και παραμένουν βυθισμένοι σε ένα κοντόφθαλμο κομματισμό που εξυπηρετεί αποκλειστικά στενά συμφέροντα.

Συνέχεια απάντησης για τους νέους στην Ιρλανδία υπήρξε, το 2019, αν θυμάμαι καλά, μια προσπάθεια υποβάθμισης του στάτους της ιστορίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την έννοια ότι κάποιοι ήθελαν να μην είναι πια κεντρικό και υποχρεωτικό μάθημα για τους μαθητές των 12-15 ετών. Αυτή η προσπάθεια επικρίθηκε από πολλούς, συμπεριλαμβανομένου του Ιρλανδού Προέδρου Μάικλ Χίγκινς, και ευτυχώς απορρίφθηκε τελικά από τον τότε υπουργό παιδείας, αλλά χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα για να σας δείξω ότι ζούμε γενικότερα σε μια εποχή όπου μερικοί, σε θέσεις εξουσίας, θεωρούν ότι οι νέες γενιές δεν χρειάζονται την ιστορική γνώση και μεθοδολογία, η οποία όμως παραμένει ζωτικής σημασίας για να μπορέσουν στο μέλλον να αναπτύξουν μια συγκριτική, κριτική και πιο αντικειμενική σκέψη.

Στην πραγματικότητα, η μελέτη της ιστορίας, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του Δυτικού κόσμου, μπορεί να παίξει, αν οι προϋποθέσεις για τη διδασκαλία του μαθήματος είναι καλές, ένα τεράστιο ρόλο στην ενημέρωση και την κατανόηση των νέων σχετικά με τις πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις που εισβάλλουν σε καθημερινή βάση στην τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως καθηγήτρια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνειδητοποιώ συχνά με θλίψη, πως οι νέοι που μπαίνουν στο πανεπιστήμιο ως πρωτοετείς φοιτητές δεν είναι αρκετά εξοπλισμένοι για να διακρίνουν μεταξύ προκατάληψης και προπαγάνδας.

Επομένως, η υποβάθμιση της ιστορίας, είτε γίνεται εσκεμμένα είτε όχι, αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα, και η λύση του είναι πιο επείγουσα από ποτέ αν θέλουμε οι νέοι να αποκτήσουν μια βασική κατανόηση της διαφοράς μεταξύ γεγονότος και φαντασίας και «ψευδών ειδήσεων».

– Είστε σε θέση να μας περιγράψετε τι συμβαίνει αντίστοιχα στην Γαλλία αναφορικά με το μάθημα Ιστορίας;

– Διάβασα πριν λίγα χρόνια ότι στο Γαλλοελληνικό Λύκειο, που βρίσκεται στην Αγία Παρασκευή, οι μαθητές ακολουθούν το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα και επομένως διδάσκονται τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας στο μάθημα των νεοελληνικών – δηλαδή τα δύσκολα γεγονότα, όχι μόνο τη Μάχη της Αθήνας, τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά ακόμη και τη δεκαετία του ‘50, και τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Μάλιστα το άρθρο τόνιζε ότι η καθηγήτρια έδωσε μάθημα για το «Ζ» του Κώστα Γαβρά.

Φυσικά, αυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες αποτελούν μια ιδιαίτερα θλιβερή εξαίρεση και πρέπει ως λαός να αυτομαστιγωνόμαστε ή να κατηγορούμε συνεχώς τον εαυτό μας. Ως ιστορικός με ευρύτερη εξειδίκευση και ενδιαφέροντα μπορώ να σας βεβαιώσω ότι αυτό δεν ισχύει.

Στην Ιρλανδία, ένα παράδειγμα που γνωρίζω καλά, έχω συνάδελφους της γενιάς μου, δηλαδή άνθρωποι που μεγάλωσαν στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, οι οποίοι μου είπαν ότι ούτε και αυτοί δεν διδάχτηκαν στο σχολείο τις βαθύτατες ιδεολογικές διαιρέσεις εντός του αποικιοκρατικού κινήματος που προκάλεσαν έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο μετά την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού.

Η ορθολογική εξήγηση της εσωτερικής διχόνοιας και της βίας που προκάλεσε αποτελούν πρόκληση, επειδή αντιβαίνουν στο μύθο της εθνικής ενότητας και δυνητικά αποδομούν τις κρατικές απόπειρες να θεμελιώσει και να νομιμοποιήσει την εξουσία της νικήτριας ιδεολογικής παράταξης. Από την άλλη, αυτή η διδασκαλία είναι απολύτως απαραίτητη, εάν δεν θέλουμε να διαιωνίσουμε τις αγκυλώσεις και τις προκαταλήψεις των προηγούμενων γενεών και να επαναλάβουμε το παρελθόν.

Βασιλικός και Γαβράς αποτίουν φόρο τιμής στη σορό του Μίκη Θεοδωράκη

– Η δολοφονία Λαμπράκη ενέπνευσε δύο μεγάλα καλλιτεχνικά αριστουργήματα, το βιβλίο «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού και την ομώνυμη ταινία που ακολούθησε από τον Κώστα Γαβρά. Ποια είναι η σχέση τέχνης – ιστορικής αλήθειας;

– Λίγα λόγια πρώτα για τη φύση της ιστορικής αλήθειας. Συνήθως είναι σύνθετη και άβολη. Γι’ αυτό και τείνει να απογοητεύει όποιον διαβάζει ιστορία μόνο και μόνο για να βρει επιβεβαίωση των όσων πιστεύει. Μπορούμε να το θέσουμε αλλιώς – η ιστορική αλήθεια δύσκολα ικανοποιεί τη δίψα μας για εξιδανίκευση ή εξύμνηση μεγάλων προσωπικοτήτων ή γεγονότων και ανθρώπινων εμπειριών.

Άλλωστε δεν είναι ο ρόλος της, ούτε θα έπρεπε να γίνει ποτέ ο ρόλος της. Ρόλος της είναι να επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις, να αποσαφηνίζει τα κίνητρα, αλλά και να δείχνει τις συνέπειες των πράξεων που ακολούθησαν, προπαντός μετά την επιβολή της βούλησης μιας ομάδας πάνω σε άλλες. Και άμα ο ιστορικός κοιτάξει καλά και δεν λογοκριθεί από τον ίδιο τον εαυτό του ή από τρίτο άτομο, η έρευνά του είναι πιθανό να φέρει στην επιφάνεια αντιφάσεις, ανωμαλίες και ασυμφωνίες, δηλαδή στοιχεία που έρχονται σε ρήξη με τις προσδοκίες του ή τις αρχικές πεποιθήσεις του.

Η τέχνη, όταν συμβαδίζει με τις απαιτήσεις της ιστορικής αλήθειας, έχει πολλαπλές ικανότητες να φέρει στην επιφάνεια την παραδοξότητα και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού το κάνει έξοχα, χρησιμοποιώντας μια πολυεπίπεδη αφηγηματική τεχνική μέσω της οποίας ο αναγνώστης μπορεί να διεισδύσει στο μυαλό όλων των εμπλεκομένων στη δολοφονία αλλά και των αυτοπτών μαρτύρων. Αυτή η τεχνική δίνει στο βιβλίο μια αμεσότητα που δεν θα μπορούσε να προσφέρει μια επιστημονική μελέτη.

Επιπλέον χάρη στην ίδια τεχνική, ο συγγραφέας μας έδωσε μία παραστατική περιγραφή του χαμηλού επιπέδου του παρακράτους της Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελούνταν από ένα λούμπεν προλεταριάτο αποβλακωμένο και άξεστο, με κουτοπόνηρη δουλοπρέπεια και ακατέργαστη επιθετικότητα. Στην πραγματικότητα, αυτή η περιγραφή του λούμπεν αντιπαραβάλλεται με την περιγραφή της φυσιογνωμίας του Λαμπράκη, του οποίου ο εσωτερικός κόσμος παρουσιάζει ορισμένα διακριτικά γνωρίσματα που απουσιάζουν εντελώς από τον εσωτερικό κόσμο των παρακρατικών – μια μεγαλοψυχία που μοιάζει σχεδόν μ’ αυτή του Ιησού, η ευφυΐα που του δίνει τη δυνατότητα να κατανοεί βαθιά ακόμα και τα χαμηλά κίνητρα των μελλοντικών δολοφόνων του, η συναισθηματική νοημοσύνη, και τέλος η υψηλή κοινωνική συνείδηση.

απόσπασμα από την εισαγωγή του “Ζ” από την έκδοση του 1987 από τις εκδόσεις “γνώση”

Με άλλα λόγια η τέχνη, στην πιο εξευγενισμένη μορφή της, μπορεί να αναδείξει ταυτόχρονα μια πιο υποκειμενική και πολυπρισματική αλήθεια και να εστιάσει περισσότερο στις εσωτερικές διεργασίες της. Υπό αυτή την έννοια, η τέχνη υπηρετεί την ιστορική αλήθεια. Επιπλέον, η τέχνη έχει τη δύναμη να διεγείρει τα συναισθήματά μας με έναν μοναδικό τρόπο.

Για παράδειγμα στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά, από το στόμα της συζύγου του Γρηγόρη Λαμπράκη, που υποδύεται η Ειρήνη Παππά, βγαίνουν μόνο λίγες λέξεις. Παρόλα αυτά, η παρουσία της στην ταινία είναι πολύ έντονη και το αποτύπωμά που αφήνει ανεξίτηλο. Γιατί μ’ ένα βλέμμα της, η Παππά μπορούσε ως ηθοποιός να αντικατοπτρίσει όλα τα συναισθήματα που το πολιτικό κλίμα της εποχής και η περίπλοκη σχέση με τον σύζυγό της δεν την επέτρεπαν να εκφράσει με λόγια – δυσπιστία, αγωνία, φόβο, θλίψη, τρυφερότητα, αγάπη, ή ζήλια.

Το είπα και στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου μου που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα στην αρχή του χρόνου πόσο καθοριστική ήταν για μένα η αριστουργηματική ταινία του Γαβρά. Η ιδέα να γνωρίσω καλύτερα την ιστορία του Γρηγόρη Λαμπράκη ξεκίνησε νωρίς, όταν ζούσα και μεγάλωνα στο Παρίσι. Δεν νομίζω να ήμουν παραπάνω από 15 χρονών, όταν είδα για πρώτη φορά από καθαρή τύχη το «Ζ». Ήταν μια πολύ συγκλονιστική εμπειρία.

Μάλιστα όταν πέρασαν τα χρόνια και άρχισαν να καταλαγιάζουν τα έντονα συναισθήματα, άρχισα να αναρωτιέμαι, γιατί ένιωσα έτσι για την τύχη ενός ανθρώπου και ενός τόπου που επιφανειακά τουλάχιστον δεν είχαν κανένα άμεσο αντίκτυπο πάνω στη ζωή μου. Το περίεργο ήταν ότι η συναισθηματική μου αντίδραση φαινόταν δυσανάλογη με τις ιστορικές μου γνώσεις που ήταν τότε, για να λέμε την αλήθεια, φτωχές.

Και παρά το γεγονός ότι από τότε έγινα ιστορικός, ιστορικός με δύο ερευνητικά ενδιαφέροντα, παρά το ότι έμαθα δηλαδή τις μεθόδους και τη γλώσσα της επιστήμης μου, αυτή η εμπειρία συνεχίζει να αποτελεί ένα απόλυτο και αστείρευτο μυστήριο για μένα. Νομίζω ότι όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται ίσως, το «Ζ» ήταν η στιγμή της ενηλικίωσης μου και η απαρχή για την αναζήτηση της ελληνικής μου ταυτότητας.

Συνέντευξη : Αφροδίτη Κεραμέως, Βαγγέλης Λαζαρίδης & Νίκος Ζαφειρόπουλος

Μοιράσου το:

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Μεγάλωσα στην Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης και κατοικώ στην Καλαμαριά. Είμαι απόφοιτος της Νομικής, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμαι με την ερευνητική δημοσιογραφία. Στον ελεύθερο μου χρόνο, διαβάζω βιβλία (τα οποία κατά καιρούς ανεβάζουμε στο READ ON-line), ακούω μουσική στο πικάπ και μου αρέσει να συζητώ για την κοινωνία και την πολιτική με φίλους και γνωστούς. Το DREAM ON-line αποτελεί ένα πρότζεκτ το οποίο με πολύ κόπο και με συλλογική προσπάθεια έφτασε εδώ που είναι σήμερα, προσωπικά, θεωρείται ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. «Βρες της γης τα θαύματα σε αυτά που λαχταράς» λέει ένα τραγούδι, και ίσως αυτή είναι η χρυσή συνταγή για τα πάντα.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα