Πίσω από τα φτερά του «Γαλάζιου Άγγελου»

Οι κλασικές ταινίες, ειδικά όταν απέχουν από εμάς σχεδόν αιώνα όπως η συγκεκριμένη, επιδέχονται έντονης κριτικής καθώς η κοινωνία έχει αλλάξει, σχεδόν όσο και η τέχνη του κινηματογράφου. Και αυτό βάζει τον κάθε θεατή στη διαδικασία να κρατήσει στοιχεία διαχρονικά ή ενδεχομένως να ξεχωρίσει κάτι στην ταινία που να την καθιστά «πρωτοπόρα για την εποχή της».

Για τον “blaue Engel” του Josef von Sternberg, αυτό αποτελεί ένα στοίχημα. Η πρώτη γερμανική ταινία με ήχο, του 1930, βλέπεται σήμερα με άλλα μάτια και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε όψεις της που αναδείχθηκαν μετέπειτα της δημιουργίας και πρώτης προβολής της, που σχετίζονται κυρίως με τους πρωταγωνιστές της. Όμως σε αυτούς θα έρθουμε αργότερα.

Η πλοκή

Στη Βαϊμάρη του 1930, ο καθηγητής Ιμμάνουελ Ραθ (Emil Jannings) ενσαρκώνει το αρχέτυπο του αυστηρού, εξονυχιστικά και εξαντλητικά τυπικού δασκάλου, μια καρικατούρα ανθρώπου που οι εμμονές του τον καθιστούν μοναδικό κάτοικο ενός δικού του, μοναχικού κόσμου, πλήρως εναρμονισμένου με τις ηθικές επιταγές της εποχής του.

Φυσικά η όλη κοσμοθεωρία του τον απομακρύνει από τους μαθητές του, τα νέα παιδιά τα οποία αντικρίζει περισσότερο σαν δέκτες κηρύγματος παρά της γνώσης που έχει να προσφέρει. Εκείνοι με τη σειρά τους, τον περιγελούν και βρίσκουν στο πρόσωπό του το τέλειο θύμα για φάρσες. Ίσως όχι η πιο ιδανική σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ δασκάλου μαθητών. Προχωράμε.

Στην πόλη και συγκεκριμένα στο καμπαρέ “blaue Engel”, αρχίζει τις παραστάσεις η εντυπωσιακή Lola-Lola (Marlene Dietrich), την οποία τιμούν κάθε βράδυ οι μαθητές με την παρουσία τους. Αρκεί να βρεθεί μια καρτ ποστάλ με την φωτογραφία της στα χέρια του καθηγητή Ραθ, ώστε ο τελευταίος να βρεθεί στον «γαλάζιο άγγελο», αναζητώντας οργισμένα τους μαθητές του, προκειμένου να τους συνετίσει, να τους επαναφέρει στον ηθικά ορθό, κατά τη δική του εκτίμηση, δρόμο. Όμως αντί για τους μαθητές, ο καθηγητής πέφτει πάνω στη Λόλα.

Απέναντι της, η συμπεριφορά του δεν είναι η αναμενόμενη. Γίνεται γλυκός, ευγενικός και ντροπαλός (ίσως αν η ταινία ήταν έγχρωμη να βλέπαμε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν). Ρίχνει τις άμυνες του. Η Λόλα γοητεύεται και με τη δεύτερη επίσκεψή του, περνάει τη νύχτα μαζί του. Κι ενώ γι’ αυτήν ήταν κάτι χαλαρό (πόσο σημαντικό να παρουσιάζεται από τον σκηνοθέτη με μη επικριτική διάθεση το casual sex μιας γυναίκας, σε ταινία του ’30!), ο καθηγητής τα χάνει μαζί της και της ζητάει να τον παντρευτεί.

Οι επισκέψεις του καθηγητή στο “blaue Engel” γνωστοποιούνται στο Gymnasium και στον συντηρητικό διευθυντή του, ο οποίος αμέσως απολύει τον Ραθ. Ο τελευταίος χάνοντας τη δουλειά του, δεν έχει τίποτα να τον κρατάει στην πόλη κι έτσι παντρεύεται τη Λόλα, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη από τη μεριά της, και την ακολουθεί στην περιοδεία της.

Το είδος

Η ταινία προσδιορίζεται ως τραγική κωμωδία, ένα είδος που η αντιφατικότητα των εννοιών του, του προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και το καθιστά ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου. Το αν αποδίδει επαρκώς ο όρος τη συγκεκριμένη ταινία, την σήμερον ημέρα, είναι κάτι που επιδέχεται διερεύνησης.

Όσον αφορά το κωμικό σκέλος αρχικά, δεν ξέρω κατά πόσο καλά κρατεί. Σίγουρα η ταινία διέπεται από μια ελαφρότητα: τα κρυφτοκυνηγητά των μαθητών με τον Ραθ στο καμπαρέ για παράδειγμα , «βουγιουκλακίζουν», έχουν ένα χιούμορ καταστάσεων, απλό, που προκαλεί αβίαστα γέλιο και θυμίζει τον δικό μας, μεταγενέστερο δεκαετίας ’60 και ’70, κωμικό κινηματογράφο.

Ωστόσο το χιούμορ ως ζωτικό σημείο κάθε εποχής, μεταβάλλεται, με αποτέλεσμα η κάθε γενιά να γελάει με διαφορετικά πράγματα από την προηγούμενη. Σήμερα το έχουμε νιώσει αυτό στο πετσί μας και με τις πολλές και πολύπλοκες συζητήσεις αναφορικά με το politically correctness αλλά και στην πράξη: πόσοι από εμάς γελάμε στα αλήθεια (και όχι από ευγένεια) με τα αστεία των θείων στα εορταστικά τραπέζια;

Lola Lola& Rath

Και φτάνουμε στο τραγικό κομμάτι, στη δραματικότητα της ταινίας. Υπάρχει μια σκηνή, η οποία για εμένα τουλάχιστον, σηματοδοτεί μια μετάβαση στη ζωή του Ραθ, τη στιγμή της αποδοχής ότι πλέον δεν είναι «ο καθηγητής», αλλά ο σύζυγος της Λόλας. Όταν λοιπόν ένα βράδυ η Λόλα του ζητάει να την βοηθήσει να ετοιμαστεί πριν από μία παράσταση, εκείνος πάει να πάρει το ψαλίδι για τις μπούκλες της.

Όταν αυτό του ξεφεύγει από τα χέρια βρίσκει στο χάρτινο ημερολόγιο το οποίο παίρνει φωτιά. Με ένα συμπαθητικό εφέ της εποχής, φαίνονται οι μέρες του ημερολογίου, οι μέρες του Ραθ να φεύγουν από τον τοίχο, να φλέγονται στον αέρα και να γίνονται στάχτη.

Η σκηνή αυτή με το ημερολόγιο, μου προκάλεσε ένα μούδιασμα και μου ήταν οριακά βασανιστικό να την παρακολουθήσω. Μου ήρθαν στο μυαλό όλες εκείνες οι μέρες, οι ξοδεμένες σε μάταιες καταστάσεις, σε αταίριαστους με εμάς ανθρώπους, σε αδιέξοδα που ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιηθεί.

Και αναρωτήθηκα, αν πράγματι αυτές οι μέρες είναι χαμένες αν αξίζει να τις περάσουμε για να έρθουμε πιο κοντά στον πραγματικό μας εαυτό ή απλώς χάνουμε χρόνο απομακρυσμένοι από αυτόν. Σε κάθε περίπτωση κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το αν, και κατά πόσο, καίγονται μέρες είναι ένα πρόβλημα εντελώς διαχρονικό .

Το τέλος του καθηγητή Ραθ

Σκόπιμα αναφέρω το τέλος του Ραθ για να εξηγήσω το ότι οι δικές του μέρες ήταν πραγματικά και ολοκληρωτικά καμένες. Κι αυτό γιατί, ο πρώην καθηγητής, μη έχοντας πλέον μαθητές να «συνετίσει» και άρα δίχως σκοπό στη ζωή του, αρχίζει να χάνει τον εαυτό και την ταυτότητά του. Αρκείται σε δευτερεύουσες δουλειές όπως για παράδειγμα να πουλάει παλιές φωτογραφίες της γυναίκας του, η οποία μάλιστα τον αγνοεί πλέον επιδεικτικά. Η πτώση του βρίσκει την κορύφωσή της όταν ο θίασος της Λόλα επιστρέφει για μια παράσταση στη Βαϊμάρη.

Γαλάζιου Άγγελου
αφίσα του Γαλάζιου Άγγελου

Για πρώτη φορά, στη σκηνή δεν βρίσκεται η Λόλα, αλλά ο καθηγητής ντυμένος κυριολεκτικά με πίσσα και πούπουλα, και με κοινό τους πρώην μαθητές του, ενήλικες πλέον, που βλέπουν την τελειότερη μορφή εκδίκησης απέναντι στον απεχθή δάσκαλό τους να παίρνει σάρκα και οστά.

Μετά τον εξευτελισμό του, η τελευταία σκηνή επιφυλάσσει τον καθηγητή να επιστρέφει στις αίθουσες του σχολείου όπου δίδασκε, και εκεί γέρνοντας το κεφάλι στην παλιά του έδρα, να αναπολεί τη ζωή που είχε και έχασε.

Πάντα είχα στο μυαλό μου τις έννοιες της ελευθερίας και της ευτυχίας άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ιστορία του Ραθ με έβαλε σε σκέψεις: από τη μία αφήνει πίσω με ευκολία τον συντηρητισμό του για να αναζητήσει την ευτυχία στην ελευθερία του έρωτα. Κι εκεί όμως δεν μπορεί να ισορροπήσει: στην αγάπη του για τη Λόλα χάνει τον εαυτό του. Από την άλλη σκέφτομαι αν είχε βρει όντως ποτέ τον εαυτό του, αν σε όλες τις υποδείξεις και τις ηθικές επιταγές έβρισκε τόση ουσία ώστε να βασίσει ολόκληρη την προσωπικότητά του. Κλίνω προς το όχι, εφόσον τις απαρνήθηκε –κυριολεκτικά εν μία νυκτί- για τη Λόλα.

Ελευθερία και ευτυχία λοιπόν, έννοιες όχι μόνο συνδεδεμένες, αλλά και ορισμένες φορές αντικρουόμενες. Και επειδή η ισορροπία ανάμεσα τους είναι δύσκολα επιτεύξιμη, καταλήγω αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι κάποιοι άνθρωποι ευτυχούν, μόνο εκεί που ξέρουν και μπορούν, στα στενά όρια του πουριτανισμού τους. Και εκεί για εμένα έγκειται η όλη τραγικότητα της υπόθεσης.

Για την ιστορία

Πάντα οι ταινίες αποκτούν ένα άλλο ενδιαφέρον όταν σπάμε τον τέταρτο τοίχο, και βλέπουμε τι συμβαίνει πίσω από το φιλμ, στο προσκήνιο. Κι εδώ αυτό, κρύβει πολλά γεγονότα αναφορικά με τους δύο πρωταγωνιστές, τα οποία σχετίζονται (όπως είναι ευλόγως αντιληπτό αφού βρισκόμαστε στη μεσοπολεμική Γερμανία) με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Marlene Dietrich στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Αρχικά έχεις την Marlene Dietrich. Η Dietrich κυριολεκτικά έλαμψε μέσα από τον «Γαλάζιο Άγγελο» και το άστρο της έφτασε μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού: αμέσως μετά την ταινία εξασφάλισε εισιτήριο για τις ΗΠΑ και ένα συμβόλαιο με την Paramount. Κι ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να επαναπαυθεί και να απολαύσει τη χολιγουντιανή επιτυχία της, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη, άρχισε να διαθέτει τεράστια ποσά, ολόκληρους μισθούς από ταινίες, για να φυγαδεύσει Ευρωπαίους Εβραίους και να τους διασφαλίσει την αμερικάνικη υπηκοότητα.

Απέβαλε τη γερμανική της υπηκοότητα κι έλαβε κι εκείνη την αμερικανική. Άρχισε ακόμα να κάνει περιοδείες για να ψυχαγωγεί τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων, να ταξιδεύει σε Αλγερία, Ιταλία, Γαλλία κι άλλες χώρες, και να τραγουδάει μόλις λίγα χιλιόμετρα από εκεί που έπεφταν οι βόμβες του πολέμου. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, απάντησε: “Aus Anstand” δηλαδή, «από αξιοπρέπεια».

Emil Jannings

Και από την άλλη έχεις τον Emil Jannings, ο οποίος όχι μόνο πρωταγωνίστησε σε πληθώρα ταινιών που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση του ναζισμού, αλλά και όταν μπήκαν οι Σύμμαχοι στη Γερμανία για να μην τον πειράξουν τους περίμενε, σύμφωνα με τον θρύλο, κρατώντας ένα Όσκαρ που είχε κάποτε κερδίσει. Παρόμοια συμπεριφορά θα περίμενα και από τον καθηγητή Ραθ…

Ζωή και Τέχνη, Τέχνη και Ζωή. Δεν ξέρω αν μπορούν να ταυτιστούν ή αν απλώς η μία καθρεφτίζει την άλλη. Πάντως σίγουρα οι ιστορίες που αμφότερες προσφέρουν, δίνουν αφορμές για σκέψεις, συζητήσεις και προβληματισμούς.

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα