16 Νοεμβρίου 2020
Αχχ, μα τι μπορεί να πει πλέον κάποιος για τον σύγχρονο κινηματογράφο (και κυρίως για τον αμερικανικό). Ολόκληρο το Χόλυγουντ φαίνεται να έχει πάρει τη μορφή ενός ανθρωποφάγου θεού που επιδιώκει να στερήσει την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη από την ικανότητα της για δημιουργία και κριτική σκέψη.
Στούντιο αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων αρέσκονται στο να δημιουργούν τόσο μέτρια θεάματα που δεν μπορούν, παρά να σε αφήσουν απαθή απέναντι στον κόσμο, εξωτερικό και εσωτερικό. Θεάματα που αν και αποσκοπούν στο να ξεκουράσουν τον θεατή από τις “δυσκολίες” του σύγχρονου τρόπου ζωής, αντικατοπτρίζουν τον τελευταίο με καταπληκτική ακρίβεια, σχεδόν αξιοσημείωτη. Είναι θορυβώδη, χαρακτηρίζονται από την ταχύτητα της εναλλαγής σκηνών και διαλόγων και δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο να εισχωρήσεις σε αυτό που βλέπεις.
Η “αξία” και η “ανάγκη” της καλής ηθοποιίας καθίσταται περιττή όταν κάθε λάθος, κάθε απροθυμία για καλή ερμηνεία (απροθυμία που άνετα δικαιολογείται αν σκεφτεί κανείς ότι οφείλουν να αλληλοεπιδρούν με πράσινους τοίχους και αντικείμενα) διορθώνεται με τη βοήθεια τεχνολογικών μέσων.
Είμαι σίγουρος ότι αν περιγράφαμε την κατάσταση αυτή σε έναν θεατή του Nosferatu (1922) θα ήταν απολύτως αδύνατον για αυτόν να μας πιστέψει, πολύ πιθανόν να είχε την λογική σκέψη: πώς; Το μέλλον αυτού, αυτού του ωραίου αποκλείεται να είναι οτιδήποτε άλλο παρά λαμπρό. Όπως αποδεικνύεται και για δική του λύπη έσφαλε. Το ωραίο αυτό έχει αντικατασταθεί (σε ένα μεγάλο μέρος του πάντα, όχι ολοκληρωτικά) από αυτά τα χονδροειδή “μπλοκμπάστερ” δράσης που γίνονται ολοένα και πιο κοινά την τελευταία δεκαετία.
Τα θεάματα αυτά της “δράσης” τα περιβάλλουν κοινωνικές και αισθηματικές ταινίες-μασκαράτες που χρησιμοποιούν αφύσικο αλλά “συναισθηματικό” διάλογο και σκηνές προκειμένου να μεταφέρουν τον θεατή στο ύψιστο αίσθημα. Να τον κάνουν να αισθανθεί τον έρωτα ή να γίνει ικανός να διακρίνει μια κοινωνική αδικία. Οι ταινίες αυτές αποτελούν το συμπλήρωμα των “μπλοκμπάστερ” και προσδίδουν στη βιομηχανία του Χολιγουντιανού κινηματογράφου μια αναγκαία ποικιλότητα. Στο τέλος κάθε χρόνου μάλιστα, κάθε μία από αυτές διαγωνίζεται για το πολυπόθητο Όσκαρ, “Best Picture”, το οποίο το κατακτά πάντα η ταινία που έκανε το πιο μικρό βήμα προς το ωραίο όραμα που μπορεί να είχε ο σκηνοθέτης, αλλά απέτυχε να το εκφράσει στην οθόνη.
Φυσικά και θα συνεχιστεί η παραγωγή ευτελών θεαμάτων, όσο υπάρχει ένα κοινό πρόθυμο να τα καταναλώσει χωρίς την παραμικρή απέχθεια για αυτά και για τον εαυτό του, που μάλιστα θα ζητήσει κι άλλο. Στην εποχή μας το γούστο δυστυχώς το καθορίζει ο “Consuming Man” -όρος που έχει χρησιμοποιηθεί από μεγάλους ψυχολόγους της μάζας- δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστίσει ως νόημα της ύπαρξης του την κατανάλωση, ο άνθρωπος που επιδιώκει να γεμίσει τις τσέπες του αφήνοντας πενιχρό το πνεύμα του.
Πράγματι πόσο του αρέσει να καταναλώνει και να καταβροχθίζει; Το καταναλωτικό αυτό πρότυπο του ανθρώπου βλέπει τα αντικείμενα που θα καταναλώσει από ασφαλή απόστασή. Η συνείδηση του είναι αδύναμη να δει το ωραίο, το μη ανθρώπινο -ή το περισσότερο ανθρώπινο ανάλογα με την οπτική του καθενός- στα πράγματα. Καθετί που απαιτεί έστω και λίγη χρήση συνείδησης και σκέψης, δηλαδή καθετί που δεν συνάδει με την αγελαδίσια και βολεμένη πνευματική του κατάσταση, τον κουράζει. Άλλο αυτό, οι άνθρωποι στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι συνεχώς κουρασμένοι, κουράζονται γιατί θέλουν να αρέσκονται στους εαυτούς τους.
Η ευχαρίστηση όμως αυτή πηγάζει από τους λάθους λόγους. Φτάνουν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι το βράδυ στα σπίτια τους, σαν μαστιγωμένα από τη ζωή ζώα, ανίκανα να φτάσουν από μόνοι τους σε ύψιστες πνευματικές καταστάσεις. Για αυτόν τον λόγο έχουν ανάγκη τα μεθυστικά αναλγητικά τους, τα οποία με μεγάλη χαρά τα προσφέρουν οι παραγωγοί πίσω από τα στούντιο του Χόλυγουντ, πολλές φορές κάτω από την πλάνη ότι εκτελούν ένα ηθικό καθήκον καθώς προσφέρουν στον άνθρωπο αυτό που επιθυμεί. Σε αυτό οι παραγωγοί και τα μεγάλα κεφαλιά του Χόλυγουντ μοιάζουν πολύ με τους πολιτικούς ηγέτες.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη κατηγορία κινηματογράφου. Μια κατηγορία ανωτέρου είδους στην οποία ανώτερα κινηματογραφικά δημιουργήματα από ανώτερους σκηνοθέτες χορεύουν μαζί με την ποίηση και τη φιλοσοφία. Δεν περιορίζονται σε αισθηματολογίες με σκοπό να προκαλέσουν παροδική μέθη, αντιθέτως στοχεύουν με εξαιρετική ακρίβεια στον ανθρώπινο πυρήνα του ασυνείδητου, εμπλουτίζοντάς το παράλληλα με καλή θέληση για “φιλοσόφηση” και ιστορική αναδρομή (το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπου άλλωστε έχει ιστορικό χαρακτήρα).
Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον θεατή να εντρυφήσει περισσότερο στον εαυτό του, να γνωρίσει τις δυνάμεις που ενεργούν στο εσωτερικό του και διέπουν τις πράξεις του. Οι ταινίες αυτής της κατηγορίας προάγουν την κριτική σκέψη απέναντι σε άρθρα πίστης και σε οτιδήποτε έχει εγκαθιδρυθεί ως “πρέπων” και “καθήκον”, αλλά προτρέπουν και την αναζήτηση κωμικών και δραματικών στοιχείων μέσα από τα πλαίσια της ίδιας της ύπαρξής και του υλικού και κοινωνικού κόσμου. Ωστόσο το καλό γούστο ανέκαθεν ήταν για τους λίγους, δεν είναι στη φύση του να ανήκει στη μάζα.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος τον λόγο για τον οποίο γράφω σαν να έχω λάβει τον ρολό ενός ηθικοδιδάσκαλου που σας προτρέπει να δράσετε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Πιστέψτε με, σκοπός μου δεν είναι να κατακρίνω όποιον δεν έχει μυηθεί στον μόνο κινηματογράφο που μετράει, εκθειάζοντας παράλληλα τη δική μου πνευματική μασκαράτα. Επίσης αναγνωρίζω και την ανάγκη ύπαρξης των μεγάλων χολιγουντιανών μπλοκμπάστερ, υπό το πρίσμα ότι ακόμη και οι πιο διεισδυτικές πνευματικά φύσεις έχουν ανάγκη να χαλαρώνουν το πνεύμα τους, να ακούνε ανθρώπους να μιλούν καλά και να ταυτίζονται με τον ήρωα της οθόνης παραβλέποντας τις ατέλειες του.
Ολόκληρος ο σκοπός του κειμένου αυτού ήταν να δώσει έμφαση στη βασική, αλλά λίγο ξεχασμένη λειτουργία του κινηματογράφου να αποτελέσει εύκολο και προσιτό μέσο για διανοητική καλλιέργεια. Οι ταινίες του είδους όμως αυτού στο οποίο προαναφέρθηκα δεν προωθούνται, ούτε από τηλεοπτικά κανάλια, ούτε από streaming services. Έχουν γίνει ολοένα πιο δυσεύρετες, σε βαθμό μάλιστα που όποιος έχει δει μία ή δύο από αυτές φέρει την περηφάνια του “κουλτουριάρη” και του “ψαγμένου” (λες και αρκεί μονάχα αυτό για να έχει κάνεις κουλτούρα).
Για να μην ξεχαστούν όλα αυτά τα αριστουργήματα του παρελθόντος αλλά και για να επανέλθει ένα κλίμα που να ευνοεί την παραγωγή μελλοντικών τέτοιων αριστουργημάτων οφείλουμε να επιχειρήσουμε να δούμε ολόκληρη τη διαδικασία της παρακολούθησης μιας ταινίας ως κάτι παραπάνω από ένα μέσο ικανοποίησης της όρεξης μας για πνευματική ύπνωση…
Ας το κάνουμε για εμάς και για τον κινηματογράφο…
Παρακάτω ακολουθεί λίστα με ορισμένους από τους εμβληματικότερους σκηνοθέτες-ποιητές-φιλοσόφους, που άφησαν το στίγμα τους στον κινηματογράφο μαζί με ορισμένα χαρακτηριστικά έργα τους που μπορείτε να παρακολουθήσετε, αν επιθυμείτε να διεισδύσετε βαθύτερα στην έβδομη τέχνη:
1) Andrei Tarkovsky: Stalker (1979), Nostalghia (1983), Ivans Childhood (1962), Solaris (1972)
2) Vittorio De Sica: Bicycle thieves (1948), Umberto D (1952)
3) Stankley Kubrick: 2001: A space Odyssey (1968), A clockwork orange (1971), Lolita (1962)
4) Orson Welles: The trial (1962), Citizen kane (1941)
5) Ingmar Bergman: The seventh Seal (1952), Persona (1966), Wild Strawberries (1957), Scenes from a Marriage (1974)
6) Federico Fellini: 8 ½ (1963), La Dolce Vitta (1960)
7) Krystof Kieslowski: Blue (1993)