Και αφού όλοι μου έλεγαν να δω το “Τhe Whale”, πήγα, το είδα και τώρα γράφω για εσάς τις εντυπώσεις μου. Πριν σας πω όμως τη δική μου γνώμη, αξίζει πρώτα να παραθέσω κάποιες πληροφορίες για την ταινία.
Με λίγα λόγια
Η συγκεκριμένη ταινία, παρουσιάζει την ζωή ενός καθηγητή αγγλικών, ο οποίος πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία και γι’ αυτό ζει απομονωμένος. Εργάζεται μέσω διαδικτύου ως καθηγητής δοκιμιογραφίας, χωρίς όμως να αποκαλύπτει το πρόσωπό του στους μαθητές του, φοβούμενος την αντίδρασή τους. Όντας λοιπόν ανήμπορος να αυτοεξυπηρετηθεί και δεδομένης της ασθένειάς του, ο Τσάρλι (πρωταγωνιστής) δέχεται βοήθεια από την αδερφή του άντρα, για τον οποίο εγκατέλειψε την οικογένεια και το παιδί του. Η εν λόγω γυναίκα, που τυχαίνει να είναι και νοσοκόμα, φροντίζει τον παχύσαρκο άντρα, σώζοντάς τον μάλιστα πολλές φορές από τον θάνατο. Οι δυο τους φαίνεται να έχουν μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς τους συνδέει ο θάνατος ενός πολύ αγαπημένου προσώπου.
Ο Τσάρλι λοιπόν, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασής του και γνωρίζοντας πως το τέλος πλησιάζει για αυτόν, κάνει μια ύστατη προσπάθεια να επανασυνδεθεί με την έφηβη κόρη του, Έλι, την οποία έχει να δει χρόνια. Δελεάζοντάς την με χρήματα (συγκεκριμένα τις οικονομίες του) προσπαθεί να την φέρει κοντά του και να εξομαλύνει το ατίθασο του χαρακτήρα της. Φυσικά, όλα αυτά κρυφά από την πρώην γυναίκα του, Μέρι που του έχει απαγορεύσει κάθε επικοινωνία μαζί τους.
Σχετικά με την σκηνοθεσία
Η ταινία -σε σκηνοθεσία του Ντάρεν Αρονόφσκι, σκηνοθέτη των ταινιών «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» και «Το σιντριβάνι»- ανήκει στην κατηγορία του δράματος. Ο Αρονόφσκι, γνωστός για τα μελοδραματικά στοιχεία της σκηνοθεσίας του, δίνει ακριβώς αυτό το ύφος στην ταινία. Σου μεταφέρει το ψυχολογικό φορτίο του πρωταγωνιστή, ο οποίος μεταπηδά από την αισιοδοξία, στα υπερφαγικά επεισόδια και την κατάθλιψη. Με ένα ιδιαίτερο τρόπο, σε παρασύρει στη δίνη που βιώνει ο Τσάρλι, κάνοντάς σε να θέλεις να δώσεις εσύ τη λύση στο πρόβλημα του πρωταγωνιστή.
Σε όλα αυτά συντελούν βέβαια και οι συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών : Μπρένταν Φρέιζερ (Τσάρλι), Χόνγκ Τσάου (Λιζ), Σέιντι Σίνκ (Έλι) και Σαμάνθα Μόρτον (Μέρι).
Αξίζει να αναφερθούμε επίσης και στα σκηνικά της ταινίας και συγκεκριμένα στο σπίτι όπου ζει ο Τσάρλι. Ένα σπίτι που συνάδει απόλυτα με τη ζωή του ήρωα. Είναι εξαιρετικά μουντό και βαθιά καταθλιπτικό, ενώ αίσθηση προκαλεί η απουσία έντονων χρωμάτων: τα πάντα είναι γκρι, μαύρα και καφέ, χρώματα καθόλου χαρούμενα και οπωσδήποτε καθόλου αισιόδοξα.
Το όνομα της ταινίας
Εξαιρετικά εύστοχη θα έλεγε κανείς, είναι και η επιλογή του ονόματος της ταινίας. Ο τίτλος της , θα μπορούσε να ερμηνευτεί με δύο τρόπους. Από την μία, ως παρομοίωση του υπέρβαρου πρωταγωνιστή με το κητώδες, θαλάσσιο θηλαστικό, από την άλλη προέρχεται από το έργο του Χέρμαν Μέλβιλ, «Μόμπι Ντικ». Μάλιστα ο Τσάρλι, τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος της ταινίας, ζητά να του διαβάσουν μια εργασία η οποία αφορά στο διάσημο έργο, προκειμένου να νιώσει καλύτερα.
Εν ολίγοις
Ακόμη και για εμένα, που προτιμώ τα happy end, η ταινία ήταν αρκετά καλή. Δεν θυμίζει σίγουρα σε τίποτα τις συνηθισμένες αμερικάνικες ταινίες. Ίσως αυτό να είναι και το πιο ελκυστικό στοιχείο της. Φυσικά περνάει τρομερά κοινωνικά μηνύματα, δείχνοντας μία πτυχή της πραγματικότητας, που σπάνια βλέπουμε σε ταινίες. Όσο για την επιλογή των ηθοποιών, την βρίσκω πολύ πετυχημένη. Το ίδιο ισχύει και για την σκηνοθεσία, η οποία, όπως προανέφερα, σε μεταφέρει απόλυτα στο κλίμα της ταινίας. Βέβαια, δεν ξέρω κατά πόσο η ταινία ενδείκνυται για άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές. Ενδεχομένως, για τους ανθρώπους που βιώνουν κάτι ανάλογο, αυτή η ταινία να είναι μια πρόκληση. Παρόλα αυτά, αν κάποιος με ρωτούσε αν αξίζει να δει τη ταινία, η απάντηση θα ήταν οπωσδήποτε θετική.
Πολλές φορές, οι άνθρωποι, αποφεύγουμε να αντικρίζουμε κατάματα, τις δυσκολίες που έχει η ζωή. Αυτή η ταινία λοιπόν, σε φέρνει αντιμέτωπο/-η ακριβώς με αυτές τις δυσκολίες και γι’ αυτό αξίζει κανείς να την δει. Αφιέρωσε λοιπόν 117 λεπτά από την ζωή σου και αντίκρισε ευθέως, μια ωμή πραγματικότητα, που βιώνουν πολλοί άνθρωποι γύρω σου.