Τα 13 Σημεία του Μακαρίου και ο αντίκτυπος στη διευθέτηση του Κυπριακού Ζητήματος

Η αποτίμηση μιας καλής ιδέας με λάθος προσέγγιση

Είναι γνωστό ότι το Κυπριακό Ζήτημα μετρά πολλά χρόνια, καθιστώντας το ένα από τα πιο πολύπλοκα γεωπολιτικά και εθνοτικά προβλήματα που απασχολούν το διεθνές πολιτικό στερέωμα. Ο έντονος ανταγωνισμός, τα συγκρουόμενα συμφέροντα και οι εθνικές φιλοδοξίες των δύο αντιμαχόμενων πλευρών αναγνωρίζονται ως οι ρίζες της ατέρμονης αυτής αντιπαράθεσης.

Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων τέθηκε σε δοκιμασία, με τις συνταγματικές ρυθμίσεις να αποτελούν συχνά πηγή εντάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η κίνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ να προτείνει τα «13 Σημεία», μία δέσμη προτάσεων για τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσε καθοριστική στιγμή που επηρέασε βαθιά την εξέλιξη του ζητήματος. Πώς φτάσαμε όμως ως εκεί;

Η Κύπρος μέχρι τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1878, η Βρετανία ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού μέσω μιας συμφωνίας που σύναψε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, διατηρώντας έτσι το νησί ως στρατηγικό σημείο για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεών της στη Μέση Ανατολή. Το 1914, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντάχθηκε με τις Κεντρικές Δυνάμεις κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο επίσημα ως αποικία. Η βρετανική κυριαρχία δεν έγινε ευπρόσδεκτη, ιδιαίτερα από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία άρχισε να εκφράζει την επιθυμία ένωσης με την Ελλάδα.

Αντίθετα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αν και αριθμητικά μικρότερη, στήριζε γενικά τη διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας, ενώ παρέμενε σταθερή και η επιδίωξη της αυτονομίας με προστασία της τουρκικής ταυτότητας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έφερε το Κυπριακό στον ΟΗΕ το 1954, ζητώντας  αυτοδιάθεση για τον κυπριακό λαό, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε. Η Τουρκία είχε αντιδράσει σθεναρά, υποστηρίζοντας ότι η ένωση αυτή θα έβλαπτε τα δικαιώματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και τη στρατηγική ισορροπία στην περιοχή, προωθώντας κατ’αυτόν τον τρόπο τον στόχο της διχοτόμησης της Κύπρου, ως απάντηση στο Ενωτικό αίτημα.

Ύστερα από πολλές πολιτικές πιέσεις και μετά τον οργανωμένο τετραετή ένοπλο αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), υπό την ηγεσία του Γεωργίου Γρίβα (Διγενή), η λύση ήρθε μέσα από τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου το 1959, που υπογράφηκαν από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βρετανία.

Οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου προέβλεπαν:

  1. Την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
  2. Ένα σύνταγμα που εξασφάλιζε δικοινοτική διοίκηση με συγκεκριμένα προνόμια για τις δύο κοινότητες.
  3. Τη διατήρηση στρατιωτικών βάσεων από τη Βρετανία.
  4. Ένα σύστημα εγγυήσεων, όπου η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία αναλάμβαναν την ευθύνη για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της συνταγματικής τάξης.

Το Σύνταγμα που διαμορφώθηκε αντικατόπτριζε τη διφυή εθνοτική δομή της Κύπρου, όμως οι διατάξεις του δημιουργούσαν δυσλειτουργίες, εξαιτίας των εκτεταμένων δικαιωμάτων που παρέχονταν στους Τουρκοκύπριους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμμετοχή των τελευταίων κατά 30% σε όλους τους κρατικούς θεσμούς, ενώ αποτελούσαν μόνο το 18% του πληθυσμού. Επιπλέον, ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος διέθετε δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο). Οι ρυθμίσεις αυτές στην πράξη δημιούργησαν ένα αναποτελεσματικό σύστημα, το οποίο ενίσχυε τις εντάσεις.

Ο εθνοτικός διαχωρισμός, οι αντιφατικές εξουσίες και η έλλειψη συναίνεσης εμπόδιζαν τη λήψη αποφάσεων, ενώ οι υποβόσκουσες εθνικιστικές τάσεις πυροδοτούσαν συγκρούσεις. Έτσι, στις 30 Νοεμβρίου του 1963, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχοντας την υποστήριξη του Βρετανού ύπατου αρμοστή σερ Άρθουρ Κλαρκ, υπέβαλε πρόταση για την αναθεώρηση του συντάγματος, η οποία αποτελούνταν από 13 ρυθμίσεις.

Οι βασικότερες από αυτές περιελάμβαναν:

– Κατάργηση του βέτο του Τουρκοκύπριου Αντιπροέδρου.

– Ενοποίηση των δήμων, ώστε να λειτουργούν υπό ενιαία διοίκηση.

– Μείωση της αναλογίας 70:30 σε κρατικές υπηρεσίες και τον στρατό, επιδιώκοντας περισσότερη ευελιξία.

– Απλοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, με στόχο την αποφυγή παραλυτικών συγκρούσεων.

– Αναθεώρηση των εθνοτικών ποσοστώσεων στην εκπροσώπηση.

Η κίνηση αυτή είχε διπλό στόχο. Αφενός, να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, και αφετέρου, να μειωθεί η εθνοτική πολυπλοκότητα που παρεμπόδιζε την κρατική συνοχή.

Ωστόσο, η τουρκοκυπριακή κοινότητα εξέλαβε την πρόταση ως απειλή για την πολιτική της αυτονομία και ισοτιμία, ερμηνεύοντάς την ως απόπειρα κατάργησης της διζωνικής αρχής και επιβολής της κυριαρχίας των Ελληνοκυπρίων. Αποκορύφωση της έντασης αποτέλεσε η απόσυρση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση, η οποία οδήγησε στην εκδήλωση βίαιων συγκρούσεων («Διακοινοτικές Ταραχές» ή « Συμβάντα του ’63»). Η Άγκυρα, ως εγγυήτρια δύναμη, απείλησε με στρατιωτική επίθεση, ζητώντας μάλιστα από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ να την στηρίξουν.

13 Σημεία
Διακοινοτικές ταραχές 1963

Στις 30 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, η Βρετανία ανέλαβε πρωτοβουλία για τον τερματισμό των επεισοδίων στη Λευκωσία. Ο Βρετανός στρατηγός Peter Young, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο, πρότεινε τη δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης που θα χώριζε τις ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές περιοχές της πρωτεύουσας. Η γραμμή αυτή χαράχτηκε πάνω σε χάρτη με πράσινο μολύβι, γεγονός που της έδωσε την ονομασία, «Πράσινη Γραμμή». Σκοπός της ήταν να αποτραπεί η περαιτέρω ένοπλη βία και να διευκολυνθεί η αποκλιμάκωση. Η χάραξη περιορίστηκε αρχικά στη Λευκωσία, αλλά σταδιακά αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τον διαχωρισμό και σε άλλα μέρη της Κύπρου.

Τον Μάρτιο του 1964, με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Ψήφισμα 186), δημιουργήθηκε η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο (UNFICYP), η οποία ανέλαβε την εποπτεία της πράσινης γραμμής και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Η ολέθρια αποτυχία των προτάσεων του Μακαρίου καταδεικνύει ότι οι μονομερείς ενέργειες σε πολυεθνοτικές κοινωνίες συχνά οδηγούν σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση, ενώ η απόλυτη απόρριψη των προτάσεων από τους Τουρκοκύπριους ανέδειξε την αδιαλλαξία.

Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε κανένα κακόβουλο κίνητρο πίσω από την πρωτοβουλία των 13 σημείων, δεν σχεδιάστηκε με γνώμονα την τότε πολιτική πραγματικότητα, η οποία δεν δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες για τέτοιες κινήσεις. Σοβαρό λάθος του Αρχιεπισκόπου αποτέλεσε το γεγονός ότι αψήφησε τη θέση και τις προειδοποιήσεις της Ελλάδας σχετικά με το ζήτημα. Η Αθήνα αν και ήταν ενήμερη για τις δυσκολίες που προέκυπταν από τις συνταγματικές ρυθμίσεις, δεν επιθυμούσε την αμφισβήτηση των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, καθώς η ισορροπία στο νησί ήταν εύθραυστη και η εμπλοκή της Τουρκίας έπρεπε να αποφευχθεί.

Η τελευταία, ακριβώς επειδή έβλεπε την Κύπρο ως κρίσιμο στρατηγικό χώρο και δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει αλλαγές που θα περιόριζαν τη δική της επιρροή, ήταν αναμενόμενο ότι δεν θα έμενε άπραγη. Για τον λόγο αυτό, ο Μακάριος θα έπρεπε να είχε καταρτίσει εναλλακτικό πλάνο ανταπόκρισης που θα του έδινε μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων. Η αμέλειά του αυτή οφείλεται κυρίως στην ανεπαρκή εκτίμηση των γεωπολιτικών συνεπειών που είχε η πρωτοβουλία του.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί και το ότι η αποτελεσματική εφαρμογή ενός τέτοιου συνταγματικού σχεδίου, σε πρώτη φάση απαιτούσε μια καλή στρατηγική επικοινωνίας, που θα είχε ως βάση την επίδειξη ενσυναίσθησης ως προς τις ευαισθησίες, τις ανησυχίες και τα δικαιώματα της άλλης πλευράς. Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν προϊόν συμβιβασμών που δημιουργούσαν εκκρεμότητες, πολιτικές εντάσεις και διχασμούς.

Ως εκ τούτου, η έντονη καχυποψία που επικρατούσε ήταν εύλογη. Επομένως, η προσφορά εγγυήσεων προστασίας και η επιδίωξη ενός κοινά αποδεκτού πλαισίου αλλαγών, ήταν αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να πειστούν οι Τουρκοκύπριοι ότι η πρόταση δεν αποτελούσεσχέδιο υπονόμευσης.

Όπως φάνηκε από την εξέλιξη των γεγονότων, η κίνηση αυτή είχε πολυεπίπεδες συνέπειες. Πολιτικά, αποκάλυψε την αδυναμία του Κυπριακού Κράτους να διαχειριστεί τις εσωτερικές του αντιφάσεις, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση των διαιρετικών τάσεων. Στρατηγικά, οδήγησε στη δημιουργία παράλληλων τουρκοκυπριακών δομών εξουσίας (διοικητικές και στρατιωτικές) και διπλωματικά, η πρωτοβουλία θεωρήθηκε παραβίαση των Συμφωνιών του 1959, πράγμα που περιέπλεξε περισσότερο τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Η κρίση που ακολούθησε έθεσε το Κυπριακό σε νέα βάση, καθιστώντας το ζήτημα διεθνές πρόβλημα που παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα.

Μοιράσου το:

Νικολέτα Καρπινκάκη

Νικολέτα Καρπινκάκη

Από μικρή ηλικία είχα έντονο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και πολιτικα ζητήματα, με στόχο να κατανοήσω τις εξελίξεις που διαμορφώνουν τον κόσμο γύρω μου. Η κοινωνική ευαισθησία και η πολιτική δράση είναι σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητάς μου, γι' αυτό και η επιλογή μου να ακολουθήσω τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές ήταν φυσικό επακόλουθο. Παράλληλα, η λογοτεχνία και το θέατρο με γοητεύουν, καθώς θεωρώ ότι βοηθούν στην κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνίας. Μέσα από τα άρθρα μου επιδιώκω να ενισχύσω τη συζήτηση πάνω σε θέματα που μάλλον δεν είναι και τόσο μακριά και ξένα όσο θέλουμε ή μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είναι.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα